Πηγή: Illustration Niklas Elmehed
Αρνήθηκε να σιωπήσει πίσω από τα κάγκελα και γι' αυτό τής έχει απαγορευτεί να μιλά απευθείας με τον σύζυγο και τα παιδιά της εδώ και 18 μήνες.
Ο Αλί θυμάται έντονα την τελευταία φορά που είδε τη μητέρα του στο σπίτι. Έφτιαξε σε αυτόν και τη δίδυμη αδελφή του, Κιάνα, αυγά για πρωινό, τους είπε να διαβάσουν, τους αποχαιρέτησε και τους έστειλε στο σχολείο. Όταν επέστρεψαν, είχε φύγει. Ήταν οκτώ ετών. Σήμερα ο Αλί είναι 16 ετών, ενώ η μητέρα του, Νάργκες Μοχαμαντί, είναι πλέον κάτοχος του Νόμπελ Ειρήνης.
Η Νάργκες Μοχαμαντί είναι μια γυναίκα της οποίας το όνομα έχει γίνει συνώνυμο με τον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Ιράν, μια μάχη που της έχει κοστίσει σχεδόν τα πάντα και για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης 2023 για «τον αγώνα της κατά της καταπίεσης των γυναικών στο Ιράν και τον αγώνα της για την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας για όλους».
Τα τελευταία 20 χρόνια έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη φυλακή. Έχει επανειλημμένα καταδικαστεί για την ανυποχώρητη εκστρατεία της κατά της θανατικής ποινής και της απομόνωσης στη φυλακή, την οποία έχει και η ίδια υπομείνει για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Τώρα εκτίει ποινή 10 ετών και 9 μηνών, κατηγορούμενη για ενέργειες κατά της εθνικής ασφάλειας και προπαγάνδα κατά του κράτους. Έχει επίσης καταδικαστεί σε 154 βουρδουλιές-μια ποινή που εκτιμάται πως δεν την έχει εκτίσει μέχρι στιγμής- ενώ της έχουν επιβληθεί ταξιδιωτικές και άλλες απαγορεύσεις.
Η φωνή που δεν σιγεί ούτε πίσω από τα κάγκελα
Αλλά ούτε τα πιο σκοτεινά κελιά της διαβόητης φυλακής Εβίν στην Τεχεράνη δεν έχουν καταφέρει να κάνουν την ισχυρή φωνή της να σιγήσει. Σε ένα ηχητικό ντοκουμέντο που εξασφάλισε το CNN, ακούγεται η Μοχαμαντί, λίγο πριν την ανακοίνωση της βράβευσής της με το Νόμπελ Ειρήνης, να φωνάζει «γυναίκα, ζωή, ελευθερία». Είναι το σύνθημα της εξέγερσης που πυροδοτήθηκε πέρυσι, με αφορμή τον θάνατο της 22χρονης Μαχσά Αμινί, ενώ βρισκόταν υπό κράτηση από την ιρανική αστυνομία ηθών, επειδή δεν φορούσε σωστά τη μαντίλα της.
Στο ίδιο ηχητικό ντοκουμέντο, πριν διακοπεί από το σύντομο αυτοματοποιημένο μήνυμα «αυτό είναι ένα τηλεφώνημα από τη φυλακή Εβίν», ακούγονται οι φυλακισμένες να τραγουδούν στα φαρσί το Bella Ciao, το ιταλικό τραγούδι που έγινε ύμνος αντίστασης κατά των φασιστών και υιοθετήθηκε από το κίνημα ελευθερίας του Ιράν.
«Αυτή η περίοδος ήταν και εξακολουθεί να είναι η εποχή της μεγαλύτερης διαμαρτυρίας σε αυτή τη φυλακή», ανέφερε η Μοχαμαντί σε γραπτή της δήλωση προς το CNN.
Τα τελευταία 20 χρόνια έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη φυλακή
Έξω από τα τείχη της φυλακής, η βίαιη κατάπνιξη των διαμαρτυριών από τις ιρανικές Αρχές κατέστειλε σε μεγάλο βαθμό το κίνημα που πυροδότησε ο θάνατος της Αμινί και η αστυνομία ηθών επανέλαβε τις περιπολίες της για τη μαντίλα τον Ιούλιο.
Ιρανοί ακτιβιστές κατηγόρησαν την αστυνομία τον Οκτώβριο ότι επιτέθηκε σε μία έφηβη που δεν φορούσε μαντίλα σε σταθμό του μετρό της Τεχεράνης, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο νοσοκομείο με σοβαρά τραύματα. Οι ιρανικές Αρχές πάντως απέδωσαν τη νοσηλεία της σε χαμηλή αρτηριακή πίεση.
Το περιστατικό δεν έμεινε ασχολίαστο από την έγκλειστη στη φυλακή Μοχαμαντί, η οποία σημείωσε πως: «Η συμπεριφορά της κυβέρνησης προκάλεσε για άλλη μια φορά τις ανησυχίες μας και ήταν ενδεικτική των συντονισμένων προσπαθειών της να εμποδίσει την αλήθεια να έρθει στο φως σχετικά με την Αρμίτα Γεραβάντ».
Υποχρεωτικό χιτζάμπ
Η Μοχαμαντί γνωρίζει πολύ καλά το τίμημα του να υψώνεις τη φωνή σου δημόσια. Τον Αύγουστο καταδικάστηκε σε ένα επιπλέον έτος φυλάκισης για τη συνεχιζόμενη ακτιβιστική της δράση μέσα στη φυλακή, καθώς έδωσε συνέντευξη στα μέσα ενημέρωσης, ενώ μίλησε και για τις σεξουαλικές επιθέσεις στα σωφρονιστικά ιδρύματα.
Εκτίει ήδη ποινή φυλάκισης, επειδή δημοσίευσε πέρυσι ένα βιβλίο για τις βάναυσες μεθόδους σωφρονισμού στο Ιράν, με τίτλο White Torture: Interviews with Iranian Women Prisoners, καθώς και ένα ντοκιμαντέρ που αφηγείται τις ιστορίες των φυλακισμένων, που κρατούνται στην απομόνωση, μια τιμωρία που έχει υποστεί και η ίδια.
Η Μοχαμαντί γνωρίζει πολύ καλά το τίμημα του να υψώνεις τη φωνή σου δημόσια
Αλλά παραμένει απτόητη. Σε πρόσφατη, μακροσκελή επιστολή της προς το CNN η Μοχαμαντί καταφέρεται εναντίον του υποχρεωτικού-εδώ και τέσσερις δεκαετίες- χιτζάμπ στο Ιράν και επισημαίνει την υποκρισία ενός θρησκευτικού κράτους, που χρησιμοποιεί σεξουαλική βία εναντίον γυναικών κρατουμένων.
«Όταν ανέλαβε την εξουσία πριν από τέσσερις δεκαετίες, το θρησκευτικό καθεστώς χρησιμοποίησε το υποχρεωτικό χιτζάμπ για να προβάλει την εικόνα της κυριαρχίας, της υποταγής και του ελέγχου των γυναικών ως μέσο ελέγχου της κοινωνίας. Δεν μπορούσαν να βάλουν αμπάγια και τουρμπάνι στον μισό πληθυσμό, δηλαδή στους άνδρες της κοινωνίας», αναφέρει στην επιστολή της και συνεχίζει: «Ωστόσο, στόλισαν εύκολα τον μισό πληθυσμό του Ιράν υποχρεωτικά με χιτζάμπ, πέπλο, τσαντόρ, μαντό και σκουρόχρωμα παντελόνια, για να παρουσιάσουν το απεχθές πρόσωπο του δεσποτικού θρησκευτικού συστήματος στον κόσμο».
«Φανταστείτε τις Ιρανές που, εδώ και 44 χρόνια, αναγκάζονται να φορούν κάλυμμα στο κεφάλι, μακριά παλτό και σκουρόχρωμα παντελόνια στη ζέστη του καλοκαιριού, και σε ορισμένα μέρη, μαύρα τσαντόρ. Το χειρότερο από όλα είναι ότι έχουν υποστεί ψυχολογική πίεση να τηρούν αυστηρά το υποχρεωτικό χιτζάμπ, για να διατηρήσουν την εικόνα των θρησκευόμενων ισλαμιστών ανδρών και να διαφυλάξουν την ασφάλεια και την αγνότητα των γυναικών. Τώρα, αυτές οι γυναίκες βιώνουν σεξουαλικές επιθέσεις και παρενοχλήσεις», τονίζει.
Συστηματική κακοποίηση γυναικών κρατουμένων
Η Μοχαμαντί αναφέρεται λεπτομερώς και σε περιστατικά σεξουαλικής βίας εναντίον της ίδιας, αλλά και άλλων γυναικών κρατουμένων σε διάφορα σωφρονιστικά ιδρύματα, από το 1999.
Οι πολιτικές κρατούμενες και οι γυναίκες που κρατούνται με ποινικές κατηγορίες δέχονται επιθέσεις από τις δυνάμεις ασφαλείας, τις Αρχές των φυλακών και το ιατρικό προσωπικό, λέει. Σημειώνει ακόμη πως η σεξουαλική βία κατά των γυναικών κρατουμένων έχει αυξηθεί σημαντικά μετά τις περσινές διαδηλώσεις στο Ιράν, με αποτέλεσμα η κακοποίηση πλέον να περιγράφεται ως συστηματική.
«Τα θύματα είχαν πει τις ιστορίες τους σε υπαλλήλους που ήρθαν στη φυλακή Qarchak για επιθεώρηση», τονίζει η Μοχαμεντί και προσθέτει μια ανατριχιαστική περιγραφή:
«Στη φυλακή, άκουσα τις αφηγήσεις τριών διαμαρτυρόμενων γυναικών που δέχθηκαν σεξουαλική επίθεση. Η μία από αυτές ήταν γνωστή ακτιβίστρια του φοιτητικού κινήματος, η οποία, όταν μπήκε στη φυλακή, υπέβαλε καταγγελία στις Αρχές και ανακοίνωσε ότι αφού συνελήφθη στο δρόμο, της πέρασαν χειροπέδες στο ένα χέρι και στο ένα πόδι και την έδεσαν στο πάνω μέρος της πόρτας του αυτοκινήτου. Και σε αυτή τη θέση, δέχθηκε σεξουαλική επίθεση».
Καταγγέλλει ακόμη ότι όταν η ίδια και ένας άλλος κρατούμενος επισκέφθηκαν τον χώρο «καραντίνας» της φυλακής, με το πρόσχημα ότι θα πήγαιναν φαγητό σε έναν άλλον κρατούμενο, είδαν εκεί τη νεαρή γυναίκα με μώλωπες στο στομάχι, τα χέρια, τα πόδια και τους μηρούς της.
Η ιρανική κυβέρνηση έχει αρνηθεί τους εκτεταμένους ισχυρισμούς για σεξουαλικές επιθέσεις εναντίον κρατουμένων, χαρακτηρίζοντάς τους ψευδείς και αβάσιμους.
Εδώ και χρόνια, η Μοχαμαντί μιλάει δυνατά για τη σεξουαλική βία κατά των κρατουμένων, σπάζοντας τα ταμπού στη συντηρητική χώρα της. Το 2021, φιλοξένησε μια συζήτηση στην εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης Clubhouse, όπου γυναίκες, μεταξύ των οποίων και η ίδια, μοιράστηκαν τις ιστορίες τους για επιθέσεις από κυβερνητικούς «πράκτορες», από τη δεκαετία του 1980 έως το 2021. Και τιμωρήθηκε γι’ αυτό.
«Οι γυναίκες που βιώνουν τη σεξουαλική παρενόχληση γεμίζουν με θυμό, φόβο και ανασφάλεια, αλλά όταν η γυναικεία τους φύση κρύβεται και καταπιέζεται από ιδεολογικές και θρησκευτικές αξιώσεις, δεν θα είναι μόνο θυμωμένες και τρομοκρατημένες, αλλά θα νιώθουν επίσης εξαπατημένες και χειραγωγημένες από την κυβέρνηση, πράγμα που είναι ακόμη πιο οδυνηρό», λέει. Μια τέτοια σεξουαλική κακοποίηση «αφήνει τόσο βαθιά σημάδια στην ψυχή και το μυαλό τους, που είναι δύσκολο να συνέλθουν και ίσως να μην συνέλθουν ποτέ πλήρως», τονίζει.
Το κόστος του αποχωρισμού
Επειδή αρνήθηκε να σιωπήσει πίσω από τα κάγκελα, τής έχει απαγορευτεί να μιλά απευθείας με τον σύζυγο και τα παιδιά της εδώ και 18 μήνες. «Έχει αστείρευτη ενέργεια για την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα», λέει ο σύζυγός της, επιδεικνύοντας με υπερηφάνεια τα διεθνή βραβεία κύρους που έχει λάβει για λογαριασμό της.
Ήμουν περισσότερο ξένη για την κόρη και τον γιο μου από οποιονδήποτε ξένο
Ο Ταγκί Ραχμανί, μετά την φυλάκιση της συζύγου του, ζει εξόριστος στη Γαλλία με τα παιδιά τους. «Όταν η σύζυγός σου και ο πιο κοντινός σου άνθρωπος είναι στη φυλακή, κάθε μέρα ξυπνάς ανησυχώντας ότι μπορεί να ακούσεις άσχημα νέα», λέει σε συνέντευξή του στο CNN, μην κρύβοντας την ανησυχία του για την υγεία της Μοχαμαντί και την ιατρική της περίθαλψη, μετά την χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε πέρυσι, έπειτα από καρδιακή προσβολή.
Πολιτικός κρατούμενος και ο ίδιος για συνολικά 14 χρόνια, ο Ραχμανί γνώρισε την μετέπειτα σύζυγό του το 1995, όταν παρακολουθούσε μαθήματα σύγχρονης ιστορίας. Τα τελευταία οκτώ χρόνια ενεργεί ως πατέρας και μητέρα για τα δίδυμα παιδιά τους, που πλέον βρίσκονται στην εφηβεία.
«Η Κιάνα συνήθιζε πάντα να λέει ότι όταν η μαμά είναι εδώ, ο μπαμπάς δεν είναι. Δεν είναι καλό, αλλά όταν κάποιος επιλέγει έναν δρόμο, πρέπει να υπομείνει όλες τις δυσκολίες», λέει ο Ραχμανί.
Ο Αλί, όπως και ο πατέρας του, είναι αποφασισμένος, λέγοντας ότι η μητέρα του πρέπει να συνεχίσει τον αγώνα της «για το Ιράν, για το μέλλον μας».
«Είμαι πραγματικά περήφανος για τη μητέρα μου», λέει ο Αλί στο CNN. «Δεν ήταν πάντα μαζί μας, αλλά όποτε ήταν, μας φρόντιζε καλά. Ήταν καλή μαμά και εξακολουθεί να είναι. Έχω αποδεχτεί πλέον αυτόν τον τρόπο ζωής. Οποιαδήποτε ταλαιπωρία πρέπει να υπομείνω δεν έχει σημασία», προσθέτει ο έφηβος γιος της Μοχαμαντί.
Αλλά η αδελφή του, η Κιάνα, έχει διαφορετική άποψη, θέλει τη μητέρα της στο πλευρό της. Όπως εξήγησε ο πατέρας της, καθώς η ίδια προτίμησε να μην μιλήσει στο CNN, το έφηβο κορίτσι πιστεύει ότι αν φέρεις ένα παιδί στον κόσμο, πρέπει να αναλάβεις την ευθύνη και να το μεγαλώσεις.
Ο πόνος του αποχωρισμού από την οικογένειά της είναι ένας πόνος με τον οποίο η Μοχαμαντί ζει κάθε μέρα. Είναι το κόστος μιας θυσίας που έχει επιλέξει να κάνει, για το όνειρο μιας μελλοντικής ελευθερίας που έχει καθορίσει τη ζωή της.
Διαβασε ακομα
Τζόρτζια Μελόνι, ποια είσαι στ’ αλήθεια;«Η στιγμή που αποχαιρέτησα τον Αλί και την Κιάνα δεν διέφερε από τη στιγμή που παραλίγο να πεθάνω στην αυλή της φυλακής Εβίν», λέει η Μοχαμαντί στην επιστολή της προς το CNN, χωρίς να διευκρινίζει τη χρονική στιγμή αυτού του γεγονότος.
«Μάζεψα τα λουλούδια της αυλής. Στάθηκα ξυπόλητη στην καυτή άσφαλτο στις 14 Ιουλίου», γράφει, αναφερόμενη στην ημέρα που αποχαιρέτησε τα παιδιά της στη φυλακή, πριν φύγουν για την εξορία στη Γαλλία. «Τα πόδια μου έκαιγαν, αλλά η καρδιά μου είχε πάρει φωτιά. Έστειλα τα λουλούδια στον ουρανό και τα χέρια, τα πόδια και τα παιδικά πρόσωπα των παιδιών μου πέρασαν από τα μάτια μου και τα δάκρυα έπεσαν σαν ανοιξιάτικη βροχή», σημειώνει περιγράφοντας τη στιγμή του αποχωρισμού.
Αν και ο πόνος αυτός είναι δυσβάσταχτος, η Μοχαμαντί δεν μετανιώνει: «Αν κοιτάξω τη φυλακή από το παράθυρο της καρδιάς μου, ήμουν περισσότερο ξένη για την κόρη και τον γιο μου από οποιονδήποτε ξένο και έχασα τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου και αυτό που έφυγε δεν θα επιστρέψει ποτέ. Αλλά είμαι σίγουρη ότι ο κόσμος χωρίς ελευθερία, ισότητα και ειρήνη δεν αξίζει να τον ζει ή έστω να τον βλέπει κανείς. Επέλεξα να μην βλέπω τα παιδιά μου ή έστω να μην ακούω τις φωνές τους και να είμαι η φωνή των καταπιεσμένων ανθρώπων, των γυναικών και των παιδιών, του τόπου μου».
Με πληροφορίες από: CNN